ἐδάμασσε

ἐδάμασσε
δαμάζω
overpower
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιπροχέω — Α (κυρίως στον Όμ.) (ιδίως το παθ.) περιπροχέομαι χύνομαι ολόγυρα, περιχύνομαι («οὐ γάρ πώ ποτέ μ ὧδε θεᾱς ἔρος... θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + προχέω «χύνω προς τα εμπρός»] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλάνιος — ον, Α (δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά τού χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού αμάρτυρου *ποικιλήνιος (< ποικίλος + ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσ ήνιος] …   Dictionary of Greek

  • ἐδάμασσ' — ἐδάμασσα , δαμάζω overpower aor ind act 1st sg ἐδάμασσε , δαμάζω overpower aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”